-
1 мемориальный
мемориальный: \мемориальныйая доска η αναμνηστική πλάκα* * *мемориа́льная доска́ — η αναμνηστική πλάκα
-
2 доска
доск||аж1. ἡ σανίδα [-ίς], τό σανίδι:дубовые \доскаи τά δρύϊνα σανίδια· толстая \доска τό μαδέρΓ настилать \доскаи σανιδώνω, σανιδώ·2. (пластина, плита) ἡ πλάκα, ὁ πίνακας:мраморная \доска ἡ μαρμάρινη πλάκα· классная \доска ὁ (μαυρο)πίνακας· грифельная \доска ἡ σχολική πλάκα· шахматная \доска ἡ σκακιέρα, ὁ ἄβαξ ζατρι-κίου· распределительная \доска эл. πίνακας διανομής ήλεκτρικοῦ ρεύματος· наборная \доска полигр. ἡ τοπογραφική πλάκα· мемориальная \доска ἡ ἀναμνηστική πλάκα· \доска почета ὁ πίνακας τιμής· ◊ от \доскай до \доскай разг ἀπό τήν ἀρχή ὡς τό τέλος· ставить на одну́ доску βάζω στήν ἰδια μοίρα, βάζω σέ ἰση μοίρα· до гробовой \доскай ὡς τόν τάφο. -
3 мемориальный
мемориальн||ыйприл ἀναμνηστικός:\мемориальный-ая доска ἡ ἀναμνηστική πλακα [-ξ]. -
4 памятный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно1. μνημειώδης, αξιόλογος, αξιομνημόνευτος• ιστορικός•-ые даты αξιομνημόνευτες χρονολογίες.
2. μνημονικός, ενθυμητικός.3. αναμνηστικός.εκφρ.- ая записка – αναμνηστικό γράμμα•- ая доска – αναμνηστική πλάκα•- ая книжка – σημειωματάκι, υπομνημάτιο.
См. также в других словарях:
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
εντοιχίζω — 1. προσαρμόζω στον τοίχο, στην επιφάνειά του («εντοιχίζω αναμνηστική πλάκα») 2. εγκλείω μέσα σε τοίχο 3. περικλείω με τοίχο, φράζω τις εξόδους με τοίχο … Dictionary of Greek
Βιλιτζέλμο — (Wiligelmo,12ος αι.).Ιταλός γλύπτης, ο κορυφαίος εκπρόσωπος της ρομανικής γλυπτικής της Eμίλια. Η αναγραφή του ονόματός του στην αναμνηστική πλάκα της θεμελίωσης της μητρόπολης της Μοντένα είναι η μόνη μαρτυρία που υπάρχει γι’ αυτόν. Του… … Dictionary of Greek
Καψαμπέλης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Καστάνιτσα. 1. Βασίλειος. Κατατάχθηκε στο σώμα του Γιατράκου και πήρε μέρος σε όλες τις μάχες και τις πολιορκίες φρουρίων που έγιναν στην Πελοπόννησο κατά τη διάρκεια του Αγώνα. Διακρίθηκε στις μάχες … Dictionary of Greek
Λάλας, Δημήτριος — (Μεγάροβο Μακεδονίας 1848 – Μοναστήρι 1911). Μουσικοσυνθέτης. Σπούδασε μουσική στη Βιέννη και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία, όπου υπήρξε μαθητής του Ρίχαρντ Βάγκνερ και ένας από τους βοηθούς του κατά την πρώτη διδασκαλία του μελοδράματος Το… … Dictionary of Greek
Μίλερ, Βίλχελμ — (Wilhelm Mόller, 1794 – 1827). Γερμανός ποιητής και φιλέλληνας. Πολέμησε εναντίον του Ναπολέοντα (1813 14) και διετέλεσε διευθυντής της δουκικής βιβλιοθήκης της γενέτειράς του Ντεσάου. Από τα ταξίδια του στην Ιταλία εμπνεύστηκε τις ποιητικές… … Dictionary of Greek
εντειχίζω — εντείχισα, εντειχίστηκα, εντειχισμένος, μτβ., προσαρμόζω κάτι μέσα σε τείχος ή σε τοίχο, εντοιχίζω: Στο σπίτι του ποιητή υπάρχει εντειχισμένη αναμνηστική πλάκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Οδησσός — I Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Ελληνική πόλη που είχε χτιστεί από Μιλήσιους αποίκους τον 6o αι. π.Χ. και γρήγορα εξελίχθηκε σε εμπορική. Μαζί με τις ελληνικές πόλεις Τόμι, Καλλατία, Μεσημβρία και Απολλωνία, αποτέλεσε την εκεί ελληνική… … Dictionary of Greek